ΗΜΕΡΗΣΙΕΣ ΑΠΟΔΡΑΣΕΙΣ
Home » ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ » ΗΜΕΡΗΣΙΕΣ ΑΠΟΔΡΑΣΕΙΣ » Θεσσαλονίκη
90 χλμ από το Λιτόχωρο
139 χλμ από την Ελασσόνα
Διαδρομή αυτοκινήτου
Όλες τις εποχές
Η Θεσσαλονίκη κτίστηκε το 315 π.Χ. από το βασιλιά της Μακεδονίας Κάσσανδρο. Πήρε το όνομα της γυναίκας του Θεσσαλονίκης, που ήταν κόρη του Φίλιππου Β’ κι αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αργότερα στη Θεσσαλονίκη έρχονται οι Ρωμαίοι, που θα αφήσουν τα σημάδια τους με την πύλη του Γαλερίου.
Η ίδια ιστορία οδηγεί στη Θεσσαλονίκη τον Απόστολο Παύλο, που περιοδεύει στη Μακεδονία, για την ίδρυση των πρώτων Χριστιανικών εκκλησιών. Μια λαϊκή παράδοση λέει πως οι εθνικοί τον κυνήγησαν με τις πέτρες. Και πως ο Απόστολος έχασε τη Χριστιανική του υπομονή κι έδωσε την κατάρα ποτές να μη σηκωθούν οι πέτρες από τους δρόμους της πολιτείας. Κι από τότε η παράδοση ονομάτισε τους Θεσσαλονικείς «Παυλοκαταραμένους» κι οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης δεν έχουν ακόμα καθαριστεί από τις πέτρες.
Η ιστορία έβαλε στη Θεσσαλονίκη το νεαρό αξιωματικό του Διοκλητιανού, που τον καθιέρωσε ως πολιούχο της, με το όνομα του Αγίου Δημητρίου. Και η δόξα του Αγίου μεγάλωνε μαζί με τη δόξα των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων. Τότε ήταν που υψώθηκαν στην πόλη μνημεία λατρείας και τέχνης, οι βυζαντινές εκκλησίες. Αλλά η ιστορία φαίνεται πως είναι μια άστατη γυναίκα, γιατί αντικατέστησε στην εύνοιά της τους βυζαντινούς Αυτοκράτορες με τους Τούρκους, για να τους κρατήσει εδώ πέντε σχεδόν αιώνες. Ήταν το 1430, είκοσι τρία χρόνια πριν από το πάρσιμο της Πόλης.
Μισόν αιώνα μετά, έστειλε κάμποσες καραβιές κατατρεγμένους Εβραίους από την Ιβηρική Χερσόνησο. Κι όταν, ύστερα από άλλους τρεις και μισό αιώνες, στα 1821, ακούστηκαν στο Μωριά οι πρώτες βροντές του Αγώνα, η ιστορία έφερε τον αχό τους ως τη Θεσσαλονίκη, για να δώσει φτερά στις ελπίδες των ραγιάδων. Ωστόσο το ξεσήκωμά τους πνίγηκε μέσα στο ίδιο τους το αίμα. Κι έπρεπε να περάσουν άλλα ενενήντα σχεδόν χρόνια, για να φέρει η ίδια ιστορία με προπομπούς τους Μακεδονομάχους, την ελευθερία στην πανάρχαια αλλά πάντα ζωντανή πόλη του Αγίου Δημητρίου. Κι έγινε τούτο στις 26 Οκτωβρίου 1912, ακριβώς τη μέρα της γιορτής του Αγίου.
Ο επισκέπτης που βλέπει τη σημερινή πόλη με τους ίσιους και πλατείς δρόμους και με τα ψηλά μοντέρνα κτίρια, δύσκολο είναι να φανταστεί τη μορφή της πριν από εβδομήντα χρόνια. Χρειάζεται πολλή αναπαραστατική δύναμη, για να μπορέσει κανείς να δώσει μιαν ακριβή και ολοκληρωμένη εικόνα της. Και τον καιρό εκείνο απλωνόταν στην ίδια περίπου έκταση, ανάμεσα στο Μπεχτσινάρ και το Ντεπό, από τη θάλασσα ως τα τείχη της Μονής Βλατάδων. Μονάχα που δεν υπήρχαν τότε όλοι οι σημερινοί συνοικισμοί και δεν ήταν απλωμένες τόσο πολύ οι ακρινές συνοικίες της.
Η περιοχή που ορίζεται από την οδό Κουντουριώτη μέχρι την οδό Ολυμπίου Διαμαντή και από την οδό Χίου μέχρι την οδό Λήμνου κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, ονομαζόταν αγορά. Στην πλατεία της αγοράς βρισκόταν το κέντρο των συντεχνιών. Στην ίδια πλατεία, στα μέσα του 17ου αι., πουλούσαν ενδύματα, ενώ κατά τον 18ο αι. εκεί γινόταν η συγκέντρωση των σιτηρών που διοχετεύονταν αργότερα στις χώρες της Δύσης. Σήμερα το τμήμα αυτό της πόλης φέρει την ονομασία Λαδάδικα.
Τα Λαδάδικα αναμορφώνονται μετά την πυρκαγιά του 1856. Δεν θίγονται από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, που είχε καταστρέψει το κέντρο της πόλης, υπέστησαν όμως σημαντικές καταστροφές από τις διανοίξεις των δρόμων που απομόνωσαν την περιοχή από το Λιμάνι και το Φραγκομαχαλά. Ωστόσο εξακολουθούν μέχρι σήμερα να αποτελούν έναν ιστορικό πυρήνα του παλαιού εμπορικού κέντρου της πόλης.
Ζωντανεύουν τη νύχτα και καθώς τα φώτα ανάβουν, τα στενά δρομάκια γεμίζουν με κόσμο. Η περιοχή πριν από λίγα χρόνια θυσιάστηκε στο «βωμό» της διασκέδασης, με τα δεκάδες μαγαζιά της να δημιουργούν ένα ηχητικό και οπτικό αδιέξοδο. Σήμερα επανέρχεται στο προσκήνιο με πιο αργούς ρυθμούς και με το χαρακτήρα μιας μικρής αγοράς που θα είναι ανοιχτή από τις πρωινές ώρες.
Η Ροτόντα είναι ένα περίκεντρο οικοδόμημα, μοναδικό στον ελλαδικό χώρο. Ανήκε στο ανακτορικό συγκρότημα που έκτισε ο καίσαρας Γαλέριος στα πρώτα χρόνια της ρωμαϊκής τετραρχίας, όταν έδρα του ήταν η Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με μία θεωρία, κτίστηκε ως μαυσωλείο του Γαλερίου, όμως δε χρησιμοποιήθηκε και στα χρόνια του Μεγάλου Θεοδοσίου (379-395 μ.Χ.) διαμορφώθηκε σε χριστιανική εκκλησία. Τότε στην ανατολική πλευρά προστέθηκε ορθογώνιος χώρος με ημικυκλική αψίδα δημιουργώντας το ιερό βήμα του ναού. Η Ροτόντα, της οποίας το ύψος φθάνει περίπου τα 30 μ., καλύπτεται με ημισφαιρικό θόλο. Οι τοίχοι, πάχους 6,3 μ. είναι κτισμένοι με λιθοδομή και ισχυρό κεραμικό κονίαμα. Κατά διαστήματα παρεμβάλλονται ζώνες από πλίνθους, που ενισχύουν τη λιθοδομή. Μετά τη μετατροπή του ρωμαϊκού κτιρίου σε χριστιανικό ναό το μνημείο διακοσμήθηκε στον τρούλο με ψηφιδωτά εξαιρετικής τέχνης. Η ποικιλία των συνθέσεων, η πολυχρωμία των ψηφίδων και η δεξιοτεχνία των καλλιτεχνών δίνουν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα, όπου το θείο και το υπερβατικό συνδέονται με την ύλη και την επίγεια ζωή.
O Λευκός Πύργος, σύμβολο της Θεσσαλονίκης και σημείο αναφοράς για τους ανθρώπους που την κατοικούν και την επισκέπτονται, είναι ό,τι έχει απομείνει μετά την κατεδάφιση του θαλάσσιου τείχους στα 1873. Βρισκόταν στη συμβολή του ανατολικού με το θαλάσσιο τείχος της πόλης ενώ σήμερα στέκεται απομονωμένος μέσα στο παραλιακό πάρκο δίπλα στη θάλασσα. Κατά τον 19ο αιώνα ήταν φυλακή βαρυποινιτών και καταδίκων. Ο Πύργος την εποχή εκείνη ήταν η «Βαστίλη» της Θεσσαλονίκης, όπως γράφει ο ιστορικός Μ. Χατζηιωάννου. Στα 1890 ένας φυλακισμένος, για να επανακτήσει την ελευθερία του, τον έβαψε με ασβέστη. Από τότε αναφέρεται ως Λευκός Πύργος.
Σήμερα, στο εσωτερικό του Λευκού Πύργου φιλοξενούνται περιοδικές εκθέσεις με γλυπτά, ψηφιδωτά, εικόνες, νομίσματα κλπ.
Ο πρώτος ναός του Αγίου Δημητρίου ήταν ένα μικρό προσευχητήριο, που ιδρύθηκε μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων περί ανεξιθρησκίας (313 μ.Χ.). Έναν αιώνα αργότερα ο έπαρχος του Ιλλυρικού Λεόντιος ίδρυσε στον ίδιο χώρο μεγάλη τρίκλιτη βασιλική διατηρώντας κάτω από το ιερό βήμα το τμήμα των θερμών, όπου μαρτύρησε ο άγιος. Η βασιλική αυτή κάηκε στα 626-634 και ο τότε επίσκοπος Ιωάννης έκτισε νέα μεγαλύτερη, πεντάκλιτη βασιλική, που καθ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου ήταν κέντρο λατρείας του αγίου. Το μνημείο κάηκε και πάλι κατά τη μεγάλη πυρκαγιά της 6ης Αυγούστου 1917, που κατέστρεψε την πόλη, αλλά αναστηλώθηκε και επαναλειτούργησε στα 1948.
Στο υψηλότερο σημείο της πόλης, που είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στην πλαγιά, δεσπόζει το φρούριο του Επταπυργίου (Γεντί Kουλέ). Καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της Ακρόπολης. Ένα έτος μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους επισκευάστηκε ο μεσαίος πύργος του. Επιγραφή σε μαρμάρινη πλάκα, εντοιχισμένη πάνω από την κύρια είσοδο του οχυρωμένου χώρου, δίνει την πληροφορία ότι ο σουλτάνος Μουράτ κατέλαβε με τη βία την Ακρόπολη και ίδρυσε τον πύργο αυτό το έτος 834 (=1431).