ΟΛΥΜΠΟΣ
“…Πρώτα έγινε το χάος και από λίγο έπειτα
η πλατιά Γη, για πάντα έδρα όλων ασφαλής
των αθανάτων που έχουν τις κορφές του Ολύμπου…”
Μ’ αυτούς τους στίχους αρχίζει τη «Θεογονία» του ο ποιητής Ησίοδος, επιχειρώντας να ερμηνεύσει τη γένεση του κόσμου από μια ερωτική περίπτυξη της Γης με τον Έρωτα.
“… Και η Γη γέννησε πρώτα τον αστέρινο Ουρανό,
ίσο με τον εαυτό της, να τη σκέπει ολόγυρα
κι έδρα των θεών να είναι ασφαλής παντοτινά.
Γέννησε τα μακρά Όρη, τα λημέρια της χαράς
των Νυμφών, που κατοικούνε μέσα στα φαράγγια τους…”
Με τη μυθολογική Κοσμογονία τους οι Αρχαίοι προσπαθούν να ερμηνεύσουν τη δημιουργία του ψηλότερου βουνού της Ελλάδας, μέσα από την ακτινοβολία του αρχαίου πολιτισμού που είχε το μυθοποιημένο Όλυμπο στο κέντρο της μυθολογίας, της τέχνης και της λογοτεχνίας του.
Τη γεωλογική γένεση του Ολύμπου ανέλαβαν να εξηγήσουν οι γεωλόγοι, που υποστηρίζουν πως το ιερό βουνό της ανθρωπότητας σχηματίστηκε πριν από 180 εκατομμύρια χρόνια. Τότε μια γιγαντιαία κίνηση από τα έγκατα της γης δημιούργησε τη μεγάλη ζώνη ξηράς στην κεντρική και βόρεια Ελλάδα με ψηλότερη κορυφή τον Όλυμπο. Μεταμορφώσεις των πετρωμάτων του και τεκτονικές αναστατώσεις στη διάρκεια της γιγαντιαίας γεωλογικής του ηλικίας, παγετώνες και διαβρώσεις του ασβεστολιθικού όγκου του από το λιώσιμό τους, δημιούργησαν τη σημερινή μορφή του ωραίου βουνού με τις τραχιές ψηλές κορφές, τις απόκρημνες πλαγιές και τα εντυπωσιακά βάραθρα.
Ο μεγαλόπρεπος, ο «αιγλήεις» Όλυμπος, διακόπτει κάθετα την ηπειρωτική Ελλάδα στα όρια της Θεσσαλίας και Μακεδονίας, αποτελώντας ενιαία σχεδόν ορεινή συστοιχία από νοτιοανατολικά με τις χαμηλές κορυφογραμμές του κάτω Ολύμπου και βορειοδυτικά με το όρος Τίταρος, μια κωνική κορυφή ανάμεσα στον Όλυμπο και τα Πιέρια.
Ο «πολύπτυχος» Όλυμπος έχει όλα τα ορεινά γνωρίσματα, αλλά εδώ η μυθολογική μητέρα Γη τα σκόρπισε σπάταλα. Απόκρημνες αλλά και ομαλές ψηλές κορυφές (Μύτικας 2.918 μέτρα, Σκολιό 2.912 μέτρα, Στεφάνι 2.910 μέτρα), μια βαραθρώδη χοάνη βάθους 700 μέτρα με παλιά στρώματα πάγου στη βάση του, τα Μεγάλα Καζάνια, δυο μεγάλα φαράγγια, του Ενιπέα – Μαυρόλογγου, ανατολικά, και του Σπαρμού, στη νότια πλευρά, αλπικά οροπέδια όπου βόσκουν κοπάδια.
Εντυπωσιακά είναι και τα σπήλαια και τα βάραθρα του Ολύμπου. Τα σημαντικότερα και γνωστότερα είναι το σπήλαιο Μόρια, κοντά στο χωριό Καρυά, με τέσσερις θαλάμους και ωραίους σταλαγμίτες, η σπηλιά του Ιθακήσιου, ένα βραχώδες στέγαστρο κοντά στη μονή Αγίου Διονυσίου, όπου διέμενε προπολεμικά τα καλοκαίρια και ζωγράφιζε ο καλλιτέχνης Βασίλης Ιθακήσιος, η σπηλιά του Αγίου Διονυσίου, ασκηταριό του Αγίου και αρκετά σπηλαιοβάραθρα, που είναι γεμάτα με παγωμένο χιόνι.
Κορυφές (46 είναι οι ψηλότερες), ρεματιές, πλαγιές, δάση, ξέφωτα, λιβάδια, έχουν χαρτογραφηθεί με πληρότητα από πολλούς γεωγράφους, δίνοντας εξαιρετικούς χάρτες με υψομετρικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων καλύτεροι είναι του Μαρσέλ Κουρτς και της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού.
Με βάση τις μετρήσεις που έγιναν στο Επιστημονικό Κέντρο Ολύμπου, έναν μετεωρολογικό σταθμό που ίδρυσε το πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στην κορυφή Άγιος Αντώνιος (2.818 μέτρα), το κλίμα του Ολύμπου χαρακτηρίζεται από αστάθεια και τα καιρικά φαινόμενα είναι απρόβλεπτα. Η άνοιξη στην αλπική ζώνη του Ολύμπου εμφανίζεται τον Ιούνιο και ο χειμώνας αρχίζει τον Οκτώβριο. Η μέση θερμοκρασία το καλοκαίρι κυμαίνεται μεταξύ 0ο και 20ο Κελσίου και το χειμώνα από -20ο έως και +10ο με διαφοροποιήσεις ανάλογα με την περιοχή και το υψόμετρο. Πάνω από ένα εξάμηνο οι κορυφές του σκεπάζονται από χιόνια κι ακόμα την περίοδο Αυγούστου-Σεπτεμβρίου χιονίζει δύο με τρεις φορές. Καθ’ όλο το χρόνο διατηρούνται παγετώνες σε χαράδρες και σε ρεματιές των οροπεδίων που απλώνονται ανάμεσα στις ψηλές κορυφές, όπου οι βοσκοί από το λιωμένο πάγο πότιζαν το καλοκαίρι τα κοπάδια τους.
Οι καταιγίδες και θύελλες, που οι αρχαίοι απέδιδαν στον οργισμένο Δία, εκδηλώνονται στον Όλυμπο σφοδρά όλες τις εποχές, όπως μαρτυρούν τα σπασμένα ρόμπολα στα ξέφωτα των πλαγιών πριν από την αλπική ζώνη του βουνού.