ΟΛΥΜΠΟΣ
Ο Όλυμπος από την αυγή της προϊστορίας αποτελεί τον πυρήνα της ελληνικής μυθολογίας και φιλοσοφίας, που επιχειρεί να ερμηνεύσει τα ιστορικά γεγονότα και αποτυπώνει την αναζήτηση του ελληνικού πνεύματος ως τις μέρες μας. Το ιερό βουνό και ολόκληρη η παρολύμπια περιοχή, εξάλλου, έχει συνδεθεί με πολλά γεγονότα που έκριναν την τύχη των Ελλήνων, από την αρχαιότητα ως το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Από την περιοχή του Ολύμπου, όπου ήταν εγκαταστημένα τα πρωτοελληνικά φύλα, διακινήθηκαν στη διάρκεια της 2ης χιλιετίας π.Χ. σ’ ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα με την πολιτιστική ταυτότητα που τα γνωρίζουμε στη μυκηναϊκή περίοδο (τέλη 2ης χιλιετίας π.Χ.), μεταφέροντας τους μύθους για θεούς και γενεαλογίες σ’ ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Τα πρωτοελληνικά φύλα έφθασαν την περίοδο 2300 -1900 π.Χ. γύρω από τον Όλυμπο, όπου ίδρυσαν αρκετούς οικισμούς και στη συνέχεια μετακινήθηκαν στη νοτιότερη Ελλάδα. Ένα από τα αιολικά φύλα, οι Λαπίθες, πίεσαν του Αινιάνες που κατοικούσαν στη βορειοδυτική Θεσσαλία και τους Περραιβούς, που ζούσαν στην περιοχή της Ελασσόνας, με αποτέλεσμα οι Περραιβοί να υποχωρήσουν προς την περιοχή του Ολύμπου. Αινιάνες και Περραιβοί, με πρωτεύουσα την Κύφο, είχαν πάρει μέρος με κοινό αρχηγό στην τρωική εκστρατεία. Οι Περραιβοί μιλούσαν αιολικά, μια διάλεκτο των πρωτοελλήνων που διαμορφώθηκε στη Βόρεια Θεσσαλία και τη Μακεδονία πριν από το 1900 π.Χ. Οι Αινιάνες γύρω στα 1200 π.Χ. άφησαν την παρολύμπια περιοχή και μετανάστευσαν στη Βόρειο Ήπειρο, στην κοιλάδα του ποταμού Αώου.
Η Πιερία, Βορειοανατολικά του Ολύμπου, κατακτήθηκε γύρω στα 1200 π.Χ. από Θράκες Πελασγούς που ήρθαν από ανατολικές περιοχές, αλλά εκτοπίστηκαν προς το παλιό ορμητήριό τους από τους Μακεδόνες στη μεγάλη κάθοδό τους προς την Κάτω Μακεδονία. Οι Πίερες, οι πρώτοι κάτοικοι της Πιερίας, ανήκαν στα πρωτοθρακικά φύλα που εκδιώχτηκαν και αργότερα αφομοιώθηκαν από τους Μακεδόνες (8ος-5ος π.Χ. αιώνες). Οι λαοί που δημιούργησαν τους οικισμούς γύρω στον Όλυμπο, στη μέση νεολιθική εποχή ( 4.500 π.Χ.), και προπαντός στην ύστερη εποχή του χαλκού (1500-1050 π.Χ. ) και την εποχή του σιδήρου (1050-1000 π.Χ.), είχαν αναπτυγμένο πολιτισμό και στενές εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις με τη νότια Ελλάδα.
Οι υπώρειες και οι πλαγιές του μυθικού βουνού κατοικήθηκαν από τα προϊστορικά χρόνια, όπως βεβαιώνουν τα πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα που αποκαλύφθηκαν στο ιερό βουνό. Στην ανατολική πλευρά σημαντική πόλη ήταν το Δίον, όπου υψωνόταν περίλαμπρος ναός του Ολυμπίου Διός, το Ηράκλειον, κοντά στον Πλαταμώνα, τα Λείβηθρα, στο χείμαρρο της Ζηλιάνας ή Κανάλων και η Πίμπλεια, στον Ενιππέα ποταμό, κοντά στο Λιτόχωρο.
Στη δυτική πλευρά βρίσκονταν οι πόλεις της Περραιβικής Τριπολίτιδας, η Άζωρος, η Δολίχη και το Πύθιο, με το περίφημο ιερό του Πυθίου Απόλλωνος. Στο λεκανοπέδιο της Ελασσόνας βρέθηκαν αρκετοί οικισμοί της νεολιθικής εποχής, ενώ η πόλη της ομηρικής Ελασσόνας (Ολοοσσών) συγκαταλέγεται από τον Όμηρο στο εκστρατευτικό σώμα των Πανελλήνων κατά της Τροίας.
Στη βορειοδυτική δασωμένη πλαγιά του Ολύμπου, κοντά στο χωριό Άγιος Δημήτριος, στη θέση «Σπάθες», αποκαλύφθηκε ένα νεκροταφείο της ύστερης εποχής του χαλκού, με πολλούς κιβωτιόσχημους τάφους φτιαγμένους με σχιστολιθικές πλάκες του Ολύμπου. Οι ανασκαφές στον προϊστορικό οικισμό έφεραν στο φως αγγεία και κοσμήματα που ανήκαν στο λεγόμενο μυκηναϊκό πολιτιστικό κύκλο και είχαν σαφή νότιο χαρακτήρα, επισημαίνει η αρχαιολόγος Έφη Πουλάκη, η οποία ερεύνησε το χώρο. Τα ευρήματα δείχνουν ότι τα στενά της Πέτρας, από τα προϊστορικά χρόνια, ήταν βασικό πέρασμα λαών που άφησαν σε αρκετές θέσεις της περιοχής τα ίχνη τους.
Ένα ακόμη νεκροταφείο της πρώιμης εποχής του σιδήρου, που συμπίπτει με τις ραγδαίες μετακινήσεις λαών, τη λεγόμενη κάθοδο των Δωριέων, ερευνήθηκε βορειότερα από τον αρχαιολογικό χώρο του Δίου, καθώς και στα Λείβηθρα και την Πέτρα. Οι τάφοι ήταν φτιαγμένοι με πέτρες των χειμάρρων στα ριζά του βουνού και περιείχαν κοσμήματα και αγγεία με πρωτογεωμετρική διακόσμηση.
Ο Όλυμπος είναι δεμένος με την πρώιμη φάση της ιστορίας των Μακεδόνων, που είναι πρωτοδωρικό φύλο και κατοικούσαν αρχικά στη βορειοδυτική Θεσσαλία. Οι Μακεδόνες επεκτάθηκαν στην κάτω Μακεδονία και την παρολύμπια περιοχή μετά τον 7ο π.Χ. αιώνα με το βασιλιά Περδίκκα, που ήταν ο γενάρχης των Τημενιδών, της βασιλικής δυναστείας που ανήγαγε τη γενιά της στον Τήμενο, το γιο του Ηρακλή. Η μυθολογική σχέση των Τημενιδών με τους Ηρακλείδες, αλλά και η ομοιότητα των αρχαιολογικών ευρημάτων της Μακεδονίας με τα ανάλογα της Πελοποννήσου, σύμφωνα με τους ερευνητές, απηχεί τις στενές εθνολογικές σχέσεις των Μακεδόνων με τα υπόλοιπα ελληνικά φύλα. Οι Τημενίδες της Μακεδονίας δεν μετακινήθηκαν νοτιότερα, ενώ οι Τημενίδες της Πελοποννήσου κατάγονταν από τον ίδιο κλάδο που κατέβηκε από τον αρχικό πυρήνα, την Πίνδο (όρος Λάκμος ή Ζυγός), στην κεντρική Ελλάδα και μαζί με άλλα εθνολογικά στοιχεία διαμόρφωσαν το μεγάλο ελληνικό γένος των Δωριέων. Η άποψη ότι οι Ηρακλείδες ηγήθηκαν στην κάθοδο των Δωριέων και ότι ο βασικός πυρήνας των Μακεδόνων είναι εκδιωχθέντες κάτοικοι από την πόλη του Κάδμου, τη Θήβα, εξηγεί ως ένα σημείο, τον κοινό μυκηναϊκό χαρακτήρα που έχουν αγγεία και κτερίσματα και εν γένει ο πολιτισμός στην περιοχή του Ολύμπου, στα χρόνια γύρω από την καμπή της πρώτης π.Χ. χιλιετίας.
Οι παρολύμπιοι αρχαίοι κάτοικοι και όσοι προϊστορικοί λαοί πέρασαν από τις διαβάσεις του ιστορικού βουνού προς τη νότια Ελλάδα, τοποθέτησαν στον Όλυμπο το κέντρο των θρησκευτικών δοξασιών τους κι έβαλαν τους δώδεκα θεούς, προστάτες και κριτές τους, στις κορυφές του. Το 1961 σε μια από τις ψηλότερες κορυφές, τον Άγιο Αντώνιο, βρέθηκαν, στη διάρκεια εκσκαφής για την ανέγερση πανεπιστημιακού μετεωροσκοπείου, λείψανα λατρείας και αρχαιολογικά στοιχεία από το ιερό του Ολυμπίου Διός, επιβεβαιώνοντας την αρχαία ιστοριογραφική και προφορική παράδοση. Επιγραφές, θραύσματα από αγγεία, νομίσματα και σιδερένια καρφιά απέδειξαν την ύπαρξη ιερού του Ακραίου Διός στον Όλυμπο. Το καμένα λείψανα από αιγοπρόβατα δηλώνουν ότι στο ιερό του Διός τελούνταν θυσίες, για να παρακαλέσουν το θεό να βρέξει και να καρπίσουν οι αγροτικές τους καλλιέργειες. Η κορυφή του Αγίου Αντωνίου (υψόμετρο 2.817 μέτρα) είχε επιλεγεί από τους αρχαίους για την ίδρυση του ιερού, γιατί ήταν ομαλή κι είχε ευκολότερη πρόσβαση σε σχέση με τον απόκρημνη ψηλότερη κορυφή, το Μύτικα, 100 μέτρα ψηλότερα, όπου τοποθετούνταν τα θεϊκά ανάκτορα.
Το φυσικό και ψηλό τείχος, που χώριζε τη Μακεδονία από τη νότια Ελλάδα, άφηνε τρεις βασικές διαβάσεις από τις οποίες πέρασαν, κατά καιρούς διάφοροι επιδρομείς, λαοί και στρατοί. Η μία ήταν η διάβαση της Πέτρας, που συμπίπτει με τα στενά απ’ όπου περνά η εθνική οδός Κατερίνης – Ελασσόνας. Η μεγαλύτερη στενωπός της Ελλάδας, μήκους 33 χιλιομέτρων, ανάμεσα στον Όλυμπο και το χαμηλότερο όρος Τίταρος, ενώνει τη βόρεια Θεσσαλία (Περραιβία) με τη μακεδονική Πιερία. Από τη διάβαση αυτή πέρασε ο ρωμαϊκός στρατός του Αιμίλιου Παύλου και υπερκέρασε το στρατό του βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα, τον οποίο νίκησε τελικά στην Πύδνα το 168 π.Χ., υποτάσσοντας τη Μακεδονία, την τελευταία ελεύθερη ελληνική περιφέρεια. Από τα ίδια στενά πέρασε ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας στον πόλεμο κατά των Αθηναίων το 424 π.Χ. και την ίδια στενωπό χρησιμοποιούσε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος στις εκστρατείες του κατά της νότιας Ελλάδας. Από δω, το 1912, πέρασε και ο ελληνικός στρατός και ελευθέρωσε την Πιερία, στη νικηφόρα προέλασή του προς τη Μακεδονία.
Η ανατολική διάβαση του Ολύμπου έχει δύο επιλογές. Η μία περνά από την κοιλάδα των Τεμπών και η δεύτερη ακολουθεί την πορεία από Σκοτίνα – μονή Κανάλων – Καλλιπεύκη – Γόννους ή παρεκκλίνοντας από τη μονή Κανάλων – Καλλιθέα – Ελασσόνα, οδηγώντας και οι δύο στη θεσσαλική πεδιάδα. Το 480 π.Χ. ο βασιλιάς Ξέρξης επικεφαλής της μεγάλης περσικής στρατιάς πέρασε τη διάβαση των Κανάλων, κατέβηκε στους Γόννους και μέσω της Θεσσαλίας έφθασε στην Αττική.
Από τις διαβάσεις του Ολύμπου κατέβηκαν στη νότια Ελλάδα Γότθοι, Σλάβοι, Βούλγαροι, Φράγκοι, Τούρκοι και άλλοι επιδρομείς. Στα στενά των Τεμπών έγινε η τελευταία μάχη των Γερμανών κατά στρατιωτικού τμήματος Νεοζηλανδών του συμμαχικού στρατού, στη διάρκεια της εισβολής τους, τον Απρίλιο του 1941, στη Ελλάδα.
Ο Όλυμπος με τις δύσβατες πλαγιές του και τα δάση του, υπήρξε ορμητήριο επαναστατών, κλεφτών και ανταρτών και καταφύγιο διωκόμενων και κατατρεγμένων στις συχνές ξένες κατοχές του νεότερου ελληνισμού. Όπως συγκεφαλαιώνει ο ιστορικός Αχιλλέας Λαζάρου, ο Όλυμπος είναι η θρησκευτική και εθνική κοιτίδα του Ελληνισμού.
Οι ψηλές κορυφές του, οι δυσπρόσιτες εκτάσεις του, τα απομακρυσμένα χωριά του και τα μοναστήρια του έγιναν χώροι ελευθερίας και λεβεντιάς και τραγουδήθηκαν από τη λαϊκή μούσα. Κανένα άλλο βουνό της χώρας δεν ταυτίστηκε τόσο καίρια με την ελευθεροφροσύνη των Ελλήνων και δεν εξέφρασε την περηφάνια τους όσο ο Όλυμπος. Δεκάδες δημοτικά τραγούδια μιλούν για το απρόσιτο στους κατακτητές βουνό, υμνούν τη λεβεντιά των παλικαριών του, το τοποθετούν ως τόπο των ελεύθερων «σταυραετών» και το χρήζουν με αλληγορικές αναφορές πανεθνικό σύμβολο αντίστασης και ελευθερίας.
Όλες σχεδόν οι επαναστάσεις των Ελλήνων κατά του οθωμανικού ζυγού είχαν την αφετηρία τους στον Όλυμπο, οι κάτοικοι του οποίου πρόσφεραν μεγάλες θυσίες στους εθνικούς αγώνες.
Από τα πρώτα ακόμη χρόνια της τουρκικής κατάκτησης, οι Τούρκοι παραχώρησαν προνόμια στους απροσκύνητους αρματολούς του Ολύμπου, δίνοντας ένα καθεστώς ημιαυτονομίας, με πρώτο αρματολό τον Καραμιχάλη. Από το αρματολίκι του Ολύμπου ξεπήδησαν αξιόμαχοι αρματολοί και κλέφτες, όπως ο Πάνος Ζήδρος, ο Λάππας, οι Λαζαίοι, ο θρυλικός Νικοτσάρας.
Στη μονή Αγίας Τριάδας Λιβαδίου οι καπετάνιοι του Ολύμπου ύψωσαν τη σημαία της επανάστασης στις 8 Μαρτίου του 1922, μια επανάσταση που πνίγηκε στο αίμα, όπως και στην υπόλοιπη Μακεδονία. Πολλοί Ολύμπιοι αγωνιστές κατέφυγαν στη νότια επαναστατημένη Ελλάδα και πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στον Αγώνα. Λίγα χρόνια αργότερα , το 1833, ο Δήμος Τζαχείλας από την Καρυά ξεσήκωσε και πάλι την κλεφτουριά του Ολύμπου. Ο στρατός του Εμίν αγά νικήθηκε, αλλά τα παρολύμπια χωριά, σε αντίποινα, έπαθαν μεγάλες καταστροφές, πυρπολήσεις και σφαγές. Μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1854 στον Όλυμπο, το θρυλικό βουνό γίνεται θέατρο μεγάλων συγκρούσεων το 1878, με αρχηγό το λοχαγό Κοσμά Δουμπιώτη και πολλούς οπλαρχηγούς του Ολύμπου. Οι επαναστάτες μάλιστα καταλαμβάνουν πολλά χωριά της Πιερίας και στο Λιτόχωρο εγκαθιδρύουν επαναστατική κυβέρνηση με επικεφαλής το γιατρό Ευάγγελο Κοροβάγκο, την «Προσωρινή κυβέρνηση της Μακεδονίας», που με διακήρυξή της ζητούσε από τις μεγάλες δυνάμεις την ένταξή της Μακεδονίας στην Ελλάδα. Οι ισχυρές τουρκικές δυνάμεις επανεκατέλαβαν τις ελευθερωμένες πόλεις της Πιερίας, την Κατερίνη, τον Κολινδρό, το Λιτόχωρο και τις κατέστρεψαν. Χιλιάδες γυναικόπαιδα του Ολύμπου σφαγιάστηκαν, άλλα κατέφυγαν στα βουνά και κάποιες εκατοντάδες που διασώθηκαν, στάλθηκαν στη Θεσσαλονίκη και τέθηκαν υπό την προστασία των ξένων προξενικών αρχών.
Στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα αρκετά τμήματα Μακεδονομάχων, με επικεφαλής τον καπετάν Ματαπά, τον Αθανάσιο Μπρούφα και άλλους οπλαρχηγούς, ξαναδίνουν ελπίδες για ελευθερία, ενώ οι διαβάσεις του Ολύμπου, με τη συνεργασία των ντόπιων Μακεδονομάχων, αποτελούν ασφαλή περάσματα για τους επιτελείς του αγώνα, που προωθούνται από την ελεύθερη Ελλάδα προς τη Μακεδονία.
Στο πλαίσιο αυτό της εθνικής αφύπνισης και διεκδίκησης εντάσσεται και η «υπόθεση Ρίχτερ». Όταν το καλοκαίρι του 1911 ο Γερμανός μηχανικός και ορειβάτης Έντουαρντ Ρίχτερ επιχείρησε να ανέβει στον Όλυμπο, η ληστρική ομάδα του Γιώργου Λιόλιου, τον συνέλαβε και ζήτησε βαρύτιμα λύτρα από την τουρκική κυβέρνηση για να τον απελευθερώσει. Αργότερα αποδείχτηκε ότι ο ληστής Λιόλιος συνεργάστηκε στην απαγωγή με τις ελληνικές υπηρεσίες, για την αναβάθμιση των ελληνικών θέσεων στα Βαλκάνια, με στόχο να δειχθεί στις ξένες δυνάμεις ότι η Τουρκία δεν μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια στις κατεχόμενες ελληνικές περιοχές.
Ένα χρόνο αργότερα ο ελληνικός στρατός πέρασε από τα στενά της Πέτρας και ελευθέρωσε την περιοχή στη νικηφόρα προέλασή του προς τη Θεσσαλονίκη.
Κατά τις πρώτες δεκαετίες της ελεύθερης Μακεδονίας, ο Όλυμπος υπήρξε και πάλι καταφύγιο ατόμων που αρνιούνταν να αποδεχτούν τη νέα τάξη. Ήταν οι λήσταρχοι του Ολύμπου, συνειδητοί κοινωνικοί αναχωρητές αλλά και αντικοινωνικά στοιχεία και φυγόδικοι, που στη λαϊκή θυμοσοφία πέρασαν ως προστάτες των κατατρεγμένων και καταπιεσμένων φτωχών της περιοχής. Θρυλικοί έμειναν οι ληστές Γιαγκούλας, Μπαμπάνης, Τζιατζιάς, αδελφοί Παπαγεωργίου, Γκαντάρας κ.ά.
Στις πλαγιές του Ολύμπου, κατά τη γερμανική κατοχή, τον Αύγουστο του 1942, εμφανίστηκαν οι «κλαρίτες», οι πρώτοι αντάρτες της ελληνικής αντίστασης, με κάπες, φουστανέλες και φυσεκλίκια, παραπέμποντας στις μνήμες της ολυμπίσιας κλεφτουριάς. Το ανταρτικό σώμα του Ολύμπου, από την Όσσα ως τα Χάσια, με επωνυμίες ηρώων της ελληνικής επανάστασης του 1821, όπως «Τζαβέλλας», «Κατσώνης», «Μπότσαρης», «Γεωργάκης Ολύμπιος» έφερε καίρια πλήγματα στους Γερμανούς και Ιταλούς εισβολείς κι ανέδειξε ηρωικούς καπετάνιους, όπως το Σαράντη Πρωτόπαπα – Κικίτσα, το Γιώργο Μπλάνα – Κίσσαβο, το Θεόδωρο Καλλίνο – Αμάρμπεη, το Νίκο Ξυνό – Ζωντανό, το Θωμά Πάλλα – Κόζιακα και το θρυλικό σαμποτέρ των Τεμπών Αντώνη Αγγελούλη – Βρατσάνο.
Σε μια από τις σφοδρές επιχειρήσεις κατά των ανταρτών του Ολύμπου οι Γερμανοί ναζί κατέστρεψαν εκ θεμελίων ανατινάζοντας την ιστορική μονή του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω, που τη θεωρούσαν ορμητήριο και αποθήκη πυρομαχικών του ΕΛΑΣ.
Η επίθεση κατά του αστυνομικού σταθμού του Λιτοχώρου, το Μάρτιο του 1946 από ανταρτικές ομάδες, υπήρξε η αφετηρία του ένοπλου εμφύλιου πολέμου, προκαλώντας βαθιές πληγές που κλείνουν σιγά-σιγά με το πέρασμα του χρόνου, την επίκληση της θεάς Λήθης και τη βιολογική αποχώρηση πρωταγωνιστών και θυμάτων του.
Σήμερα ο Όλυμπος συντηρεί την ιστορική μνήμη ως διαιώνιο σύμβολο και μνημείο του Ελληνισμού, αλλά συγχρόνως παραμένει κι ένα φυσικό και πνευματικό μνημείο της ανθρωπότητας με παγκόσμια ακτινοβολία, πέρα από τον περιηγητικό και ορειβατικό κόσμο.